ονομάζω

ονομάζω
μετ.
1) давать имя (кому-чему-л.), называть, именовать; 2) присваивать титул, звание (кому-л.);

ονομάζω αξιωματικό — присваивать звание офицера;

3) указывать, называть, упоминать чьё-л. имя;
δεν τον ονόμασε он не назвал его имени, он его не упомянул; 4) называть, характеризовать; τον ονόμασε απατεώνα он его назвал жуликом;

ονομάζομαι

1) — называться;

πώς ονομάζεσαι; — как тебя зовут?;

2) получать звание, титул;
ονομάστηκε αξιωματικός он получил звание офицера

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ονομάζω" в других словарях:

  • ὀνομάζω — speak of by name pres subj act 1st sg ὀνομάζω speak of by name pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ονομάζω — ονομάζω, ονόμασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ονομάζω — (Α ὀνομάζω, αιολ. και δωρ. τ. ὀνυμάζω, ιων. τ. οὐνομάζω) [όνομα] 1. φωνάζω, καλώ κάποιον με το όνομά του 2. δίνω όνομα σε κάποιον ή σε κάτι, ονοματίζω 3. αναφέρω ονομαστικά, κατονομάζω 4. χαρακτηρίζω κάποιον (α. «τόν ονόμασε κλέφτη» β. «Θαλῆς εἷς …   Dictionary of Greek

  • ονομάζω — ονόμασα, ονομάστηκα, ονομασμένος 1. δίνω όνομα σε κάποιον, ονοματίζω: Το παιδί το ονόμασα Γιώργο. 2. καλώ κάποιον με τ όνομά του, προσφωνώ, κατονομάζω. 3. χαρακτηρίζω: Τον ονόμασαν κλέφτη στο χωριό. 4. δίνω τίτλο σε κάποιον, διορίζω: Σήμερα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὀνομάζετον — ὀνομάζω speak of by name pres imperat act 2nd dual ὀνομάζω speak of by name pres ind act 3rd dual ὀνομάζω speak of by name pres ind act 2nd dual ὀνομάζω speak of by name imperf ind act 2nd dual (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠνομάσθην — ὀνομάζω speak of by name plup ind mp 3rd dual ὀνομάζω speak of by name aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) ὀνομάζω speak of by name aor ind pass 1st sg ὀνομάζω speak of by name plup ind mp 3rd dual (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀνομάζεσθε — ὀνομάζω speak of by name pres imperat mp 2nd pl ὀνομάζω speak of by name pres ind mp 2nd pl ὀνομάζω speak of by name imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀνομάζετε — ὀνομάζω speak of by name pres imperat act 2nd pl ὀνομάζω speak of by name pres ind act 2nd pl ὀνομάζω speak of by name imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀνομάζῃ — ὀνομάζω speak of by name pres subj mp 2nd sg ὀνομάζω speak of by name pres ind mp 2nd sg ὀνομάζω speak of by name pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀνομάσει — ὀνομάζω speak of by name aor subj act 3rd sg (epic) ὀνομάζω speak of by name fut ind mid 2nd sg ὀνομάζω speak of by name fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀνομάσουσι — ὀνομάζω speak of by name aor subj act 3rd pl (epic) ὀνομάζω speak of by name fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ὀνομάζω speak of by name fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»